τήνεβλα

τήνεβλα
Α
βλ. τήνελλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τήνελλα — και τήνεβλα Α 1. λέξη που σχηματίστηκε για μίμηση ήχου τής χορδής κιθάρας ως επευφημία προς τον Ηρακλή («τήνελλα, ὦ καλλίνικε, χαῑρε», Αρχίλ.) 2. φρ. «τήνελλα, καλλίνικε» (ως επευφημία προς τους νικητές αγώνων) εύγε, μπράβο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”